ριξιά — η, Ν 1. το να ρίχνει κανείς κάτι, βολή («τόν πέτυχε με την πρώτη ριξιά») 2. η ποσότητα γόμωσης πυροβόλου όπλου («μια ριξιά μπαρούτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριξ τού αορ. έ ριξ α τού ρίχνω + κατάλ. ιά (πρβλ. περπατησ ιά)] … Dictionary of Greek
αγκιστριά — η η ριξιά του αγκιστριού στη θάλασσα και η ποσότητα των ψαριών που πιάνονται σε κάθε ριξιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
δύσβολος — δύσβολος, ον (Α) άτυχος στη βολή (στη ριξιά τών κύβων) … Dictionary of Greek
κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… … Dictionary of Greek
πεττευριπτώ — έω, Α ρίχνω εύστοχα τους πεσσούς, έχω καλή ριξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεττός / πεσσός + εὖ + ῥίπτω] … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
ρίψιμο — το, Ν ριξιά, ρίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριψ τού ρίπτω / ρίχνω (πρβλ. ρίψ η) + κατάλ. ιμο (πρβλ. ρίξ ιμο)] … Dictionary of Greek
ριψιά — η, Ν ριξιά, ρίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριψ τού ῥίπτω / ρίχνω (πρβλ. ρίψ η) + κατάλ. ιά (πρβλ. ριξ ιά)] … Dictionary of Greek